αυτοϊκανοποίηση

αυτοϊκανοποίηση
η
1. το να είναι κανείς ικανοποιημένος από τον εαυτό του, τις επιδόσεις του ή τις ενέργειές του
2. αυνανισμός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αυτοϊκανοποίηση — η η ικανοποίηση του εαυτού μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λεβινάς, Εμανουέλ — (Emmanuel Levinas, Κάουνας 1906 – Παρίσι 1995). Γάλλος φιλόσοφος και πανεπιστημιακός, λιθουανικής καταγωγής. Σπούδασε φιλοσοφία στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου. Το 1928 συνέχισε με σπουδές φαινομενολογίας στο πανεπιστήμιο Φράιμπουργκ, υπό την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”